- παλίνορσος
- παλίνορσος, -ον (ΑΜ, Α και παλίνορτος, -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)αυτός που ορμά ή τινάζεται προς τα πίσωαρχ.1. αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῡσος παλίνορσος ὀφθῇ», Αρετ.)2. αυτός που ορμά πάλι3. (το ουδ. ως επίρρ.) α) παλίνορσονπάλι προς τα πίσωβ) (αττ. τ.) παλίνορρονμε βίαιο τιναγμό προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ορσος / -ορτος (βλ. λ. όρνυμι), πρβλ. θέ-ορτος].
Dictionary of Greek. 2013.